- ραδιογραμμόφωνο
- το, Ν(ραδιοηλ.) παλαιότερη ονομασία τού ραδιοπικάπ.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogramophone (< λατ. radius «ακτίνα» + γραμμόφωνο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραδιογραμμόφωνο — το βλ. ραδιοπικάπ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιο- — Ν 1. πρόθημα που όταν τοποθετείται πριν από την ονομασία ενός χημικού στοιχείου δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του (πρβλ. ραδιοφωσφόρος, ραδιοκοβάλτιο) 2. α΄ συνθετικό που δηλώνει αναφορά ενός μεγέθους, ενός αντικειμένου ή μιας… … Dictionary of Greek